- γκαζοζέν
- Απλός τύπος αεριογόνου, που χρησιμοποιήθηκε (1941-44) για την κίνηση λεωφορείων. Βλ. λ. αέριο (αεριογόνο).
* * *το1. συσκευή για την παραγωγή καύσιμων αερίων2. μικρό αυτοκίνητο, το οποίο κινούνταν με τέτοια συσκευή λόγω ελλείψεως βενζίνης κατά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο.[ΕΤΥΜΟΛ. Ξενικός όρος < γαλλ. gazogene < gaz + -gέne < ελλ. -γενής < γένος].
Dictionary of Greek. 2013.