γκαζοζέν

γκαζοζέν
Απλός τύπος αεριογόνου, που χρησιμοποιήθηκε (1941-44) για την κίνηση λεωφορείων. Βλ. λ. αέριο (αεριογόνο).
* * *
το
1. συσκευή για την παραγωγή καύσιμων αερίων
2. μικρό αυτοκίνητο, το οποίο κινούνταν με τέτοια συσκευή λόγω ελλείψεως βενζίνης κατά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ξενικός όρος < γαλλ. gazogene < gaz + -gέne < ελλ. -γενής < γένος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • αεραέριο ή αέριο Ζίμενς — Αέριο το οποίο ονομάζεται επίσης και φτωχό, εξαιτίας της χαμηλής θερμαντικής ικανότητάς του. Αποτελείται κυρίως από άζωτο, σε ποσοστό 65 70% και μονοξείδιο του άνθρακα (CO) κατά 25% περίπου. Τα υπόλοιπα συστατικά του είναι υδρογόνο, διοξείδιο του …   Dictionary of Greek

  • σ, συγκόλλησης — Συσκευή συγκόλλησης που αποτελείται από μεταλλικό σωλήνα, ο οποίος καταλήγει σε ράμφος, που συνδέεται με δύο εύκαμπτους αγωγούς, οι οποίοι διατρέχονται ένας από οξυγόνο και ο άλλος από το καύσιμο που τροφοδοτεί τη φλόγα. Ανάλογα με το καύσιμο που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”